The Manor: Ενα μικροαστικό Hotel – Strip Club στην πόλη Guelph του Ontario – Ντοκιμαντέρ

The Manor: Ενα μικροαστικό Hotel – Strip Club στην πόλη Guelph του Ontario – Ντοκιμαντέρ

Όταν ο Shawney Cohen ήταν έξι ετών, ο πατέρας του αγόρασε το “The Manor” — ένα μικροαστικό στριπ κλαμπ που λειτουργεί συγχρόνως ως μπαρ και μικρό ξενοδοχείο. Τριάντα χρόνια μετά, ο Shawney γυρίζει την πιο προσωπική του ταινία: ένα τρυφερό, κάποιες φορές κωμικό, άλλοτε τραγωδικό οικογενειακό πορτρέτο που αποκαλύπτει τη δύναμη της εξάρτησης και τη μορφή της αγάπης μέσα σε έναν χώρο που μοιάζει περισσότερο με σπίτι παρά με επιχείρηση.

Από μικρός ο Shawney μεγάλωσε μέσα στον χώρο. Θυμάται πως ενώ οι συνομήλικοί του λάμβαναν πιο «κανονικά» δώρα, ο δικός του πατέρας του χάρισε μια… διαφορετική εμπειρία για το μπαρ μιτσβά του. Η οικογένεια — ο πατέρας, παιδί εβραίων μεταναστών με μια ζωή γεμάτη δουλειές πριν αγοράσει το Manor, και η μητέρα, κόρη επιζώντων του Ολοκαυτώματος, που εγκατέλειψε τις σπουδές για να μεγαλώσει τα παιδιά — ζει και αναπνέει μέσα στον χώρο αυτό. Το ξενοδοχείο των 32 δωματίων, όπως λέει και η μητέρα, λειτουργεί «σαν ξενοδοχείο»: δωμάτια προς ενοικίαση μακροχρόνια ή κι ως κατοικίες για κάποιες εργαζόμενες.

Η κάμερα του Shawney καταγράφει άμεσα την καθημερινότητα: τις τριβές με τα ωράρια και τους μισθούς, τους καβγάδες μεταξύ αδερφών, τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις του πατέρα για το μέλλον της επιχείρησης. Ο μικρόκοσμος του Manor περιλαμβάνει χαρακτήρες που γίνονται στενοί — και σύντομα εκτεθειμένοι — συνεργάτες: ο Sammy, ο μικρότερος αδελφός που δουλεύει εκεί χρόνια και νιώθει πιο άνετα μέσα στον χώρο, ο Bobby, παλιός βοηθός του πατέρα που έχει διαδρομή με νόμο και φυλακή, η Susan, πρώην χορεύτρια που μάχεται με τον εθισμό και τελικά μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς για την οικογένεια, και η Jill, νέα σχέση του Sammy που μετακομίζει στο υπόγειο του σπιτιού.

Η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη. Εναλλάσσει καθημερινές σκηνές — σερβίρισμα, τηλέφωνα, πληρωμές, μικροκαυγάδες — με σοβαρότερα περιστατικά: ένας πυροβολισμός ή έκρηξη αυτοκινήτου στο πάρκινγκ, μια συλλογή κατηγοριών για εμπόριο ναρκωτικών που οδηγεί τον Bobby στη φυλακή, το πρόβλημα των εθισμών και το σοκ της μητέρας όταν σπάει το ισχίο της. Παράλληλα, παρακολουθούμε την εμμονή του πατέρα με την υγεία του και την ίδια στιγμή τη βαθιά του ανάγκη να κρατήσει την επιχείρηση όρθια — ακόμη κι όταν τα έσοδα πέφτουν και ο ίδιος βλέπει προτάσεις από developers για πώληση του χώρου.

Το ντοκιμαντέρ φωτίζει επίσης λεπτομέρειες που μοιάζουν ασήμαντες αλλά συγκροτούν την ταυτότητα της οικογένειας: το πώς μιλούν για τις γυναίκες που δουλεύουν εκεί, η καθημερινή μικροδιαχείριση του μπαρ και του ξενοδοχείου, οι απειλές, οι αστεϊσμοί και οι τραυματισμένες υπερηφάνειες. Η σχέση ανάμεσα στους αδελφούς είναι γεμάτη ανταγωνισμό, προστασία και αμφιθυμία. Ο Shawney παραδέχεται ότι, παρά τις προσπάθειές του να αποστασιοποιηθεί, δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της οικογένειας έξω από το Manor· αυτός ο χώρος έχει γίνει το σπίτι τους, το επάγγελμά τους και η ταυτότητά τους.

Σημαντική στροφή στην αφήγηση αποτελεί η απόφαση του πατέρα να κάνει επέμβαση για να χάσει βάρος και η προσπάθειά του να μετατρέψει το «Sue’s Inn» — το μικρό ξενοδοχείο του κτιρίου — σε κέντρο υποστήριξης για άστεγους και άτομα με εξαρτήσεις. Η κίνηση αυτή αποτυπώνει μια αντίφαση: από τη μια οι σκληρές πρακτικές απέναντι σε εργαζόμενους και χρήστες, από την άλλη η επιθυμία αποκατάστασης και προσφοράς βοήθειας.

Οι κρίσιμες ανατροπές έρχονται με τους νόμους, τις συλλήψεις και τα προσωπικά δράματα. Ο Bobby καταδικάζεται και φυλακίζεται, η Susan κάνει υπερδοσολογία και νοσηλεύεται, η μητέρα βιώνει προβλήματα υγείας. Ταυτόχρονα, ο κλάδος των νυχτερινών μαγαζιών αλλάζει· οι ιδιοκτήτες αγωνιούν για την επιβίωση, συζητούν για αναπτύξεις γης και σχέδια πώλησης, αλλά μένουν δεμένοι σε έναν τρόπο ζωής που έχει διαμορφώσει ο πατέρας τους.

Στο τέλος, παρότι κάποιες υποθέσεις κλείνουν θετικά — οι κατηγορίες για κάποιους πέφτουν, ο Bobby βγαίνει από τη φυλακή μετά από έναν χρόνο — το Manor παραμένει ένα έργο εν εξελίξει. Ο Sammy συνεχίζει να διαχειρίζεται πέντε βραδιές την εβδομάδα, ο Shawney συνεχίζει να δουλεύει μερικές μέρες, ο πατέρας δεν διατηρεί μόνιμα την απώλεια βάρους, αλλά οι γονείς γιορτάζουν 42 χρόνια γάμου, με την οικογένεια να συγκεντρώνεται γύρω από ένα μέρος που μοιάζει τραυματικά και αναντικατάστατα οικείο.

Το φιλμ του Shawney Cohen λειτουργεί ως μαρτυρία για το πώς η εξάρτηση — από το επάγγελμα, από την οικογένεια, από ουσίες — μπλέκεται με την αγάπη και την αφοσίωση. Είναι μια ταινία που δεν κάνει εύκολους ηθικούς καταλόγους: κοιτάζει από κοντά, χωρίς λυρισμούς ούτε αποφυγές, ανθρώπους που παλεύουν να κρατήσουν μια επιχείρηση, μια σχέση και μια ζωή. Με σαρκαστικό χιούμορ και σιωπηλή συγκίνηση, το ντοκιμαντέρ φωτίζει την λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιβίωση και την εξάρτηση — και την ανθεκτικότητα μιας οικογένειας που, παρά τα σφάλματα και τις αποτυχίες, παραμένει δεμένη γύρω από το ίδιο κτήριο-σπίτι.

Με άλλη ματιά
«Το Manor: μπαρ, ξενοδοχείο, οικογενειακή επιχείρηση — ζωές που γυρίζουν γύρω από το στριπ κλαμπ»

Με την κάμερα στο χέρι, περάσαμε μια βραδιά στο Manor — το στριπ κλαμπ και ξενοδοχείο που ανήκει στην οικογένειά του αφηγητή από τότε που ήταν παιδί. Αυτό που ξεκίνησε ως «η δουλειά του πατέρα» αποδεικνύεται μια μικρή κοινωνία με τις δικές της καθημερινές συγκρούσεις: εργασιακά, οικογενειακά, οικονομικά και ανθρώπινα.

«Με λένε κινηματογραφιστή, αλλά στην πραγματικότητα έχω περάσει περισσότερη ζωή ως μάνατζερ σε στριπ κλαμπ», λέει στην κάμερα. Ο πατέρας αγόρασε το Manor πριν από τριάντα χρόνια· ο αφηγητής μεγάλωσε πάνω από το μπαρ, έμαθε «να σερβίρει» προτού μάθει άλλα πράγματα της ζωής και ακόμα και τα αναμνήματά του από μικρό παιδί συμπεριλαμβάνουν σκηνές από το μπαρ: «μια φορά ξύπνησα το βράδυ, κατέβηκα κάτω με τις πυτζάμες και μόλις που έφτανα να βάλω μια κόκα κόλα». Είναι η καθημερινότητα που τον έμαθε ποιος είναι — κι όμως, παρά την οικειότητα, παραμένει διχασμένος για το αν θέλει αυτό το μέλλον για τη ζωή του.

Η οικογένεια — πατέρας, μητέρα, δύο γιοι
Ο πατέρας, παιδί Εβραίων μεταναστών, δούλεψε πολλές δουλειές πριν αγοράσει το μαγαζί. Η μητέρα, κόρη επιζώντων του Ολοκαυτώματος, αφιερώθηκε στο σπίτι όταν οι γιοι ήταν μικροί. Σήμερα, ο πατέρας παλεύει με την υγεία του — πρόσφατα υπέστη κρίση που τον οδήγησε στο νοσοκομείο και μετά από εγχείρηση προσπάθησε να χάσει βάρος. Η οικογένεια παραμένει σφικτή, με μικρές εκρήξεις έντασης: ζήλιες, παράπονα για προτεραιότητα και κατηγορίες για το πώς ο πατέρας φέρεται στη μητέρα.

Ο μικρότερος γιος, ο Σάμμυ, είναι πιο άνετος με τη ζωή στο Manor και αναλαμβάνει περισσότερες βραδιές. Ο αφηγητής εργάζεται κάποιες βραδιές την εβδομάδα — δεν έχει ξεφύγει εντελώς από το μαγαζί, αλλά παραδέχεται την κούραση και το αίσθημα ότι είναι παγιδευμένος σε μια πραγματικότητα που του φόρτωσε ο τόπος όπου γεννήθηκε.

Οι εργαζόμενες, οι πελάτες και τα προβλήματα της καθημερινότητας
Μιλήσαμε με πρώην και νυν εργαζόμενες, με πελάτες και με ανθρώπους που ζουν ή δουλεύουν στην κοινότητα γύρω από το μαγαζί. Οι εικόνες είναι αντιφατικές: από τη μια, γυναίκες που βλέπουν τη δουλειά ως τρόπο επιβίωσης και υπογραμμίζουν την τήρηση στοιχειωδών κανόνων υγιεινής και σεβασμού· από την άλλη, περιστατικά που σοκάρουν (π.χ. πελάτες με παράξενες συμπεριφορές), κατάχρηση ουσιών, καυγάδες έξω από το μαγαζί και φόβος για την «επικινδυνότητα» της περιοχής.

Οι πελάτες περιγράφονται ως τακτικοί — κάποιοι έρχονται μία φορά την εβδομάδα, άλλοι πιο σποραδικά — και μιλούν ανοιχτά για το κόστος, τη διάρκεια και τη «ρουτίνα» τους. Κάποιοι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι η παρουσία τέτοιων χώρων «κρατάει τη φασαρία μέσα» και μειώνει άλλες εγκληματικές συμπεριφορές· άλλοι βλέπουν την περιοχή βρώμικη, γεμάτη ξένους και προβλήματα.

Ναρκωτικά, νομικά ζητήματα και προσωπικές κρίσεις
Το Manor δεν είναι άμοιρο των προβλημάτων που συνοδεύουν την παρατεταμένη οικονομική πίεση: υπήρξαν κατηγορίες για διακίνηση ουσιών· κάποιος συνεργάτης (ο Bobby) πέρασε έναν χρόνο φυλακή και μετά βγήκε — αλλά δεν επανήλθε στη δουλειά. Μία εργαζόμενη, η Susan, είχε υπερβολική χρήση φαρμάκων και νοσηλεύτηκε· ο ιδιοκτήτης την απέκλεισε, την επανέφερε και ύστερα δημιούργησε ένα μικρό κέντρο υποστήριξης για εξαρτημένους και άστεγους — μια απροσδόκητη στροφή προς τη φιλανθρωπία μέσα σε έναν χώρο με ακραίες αντιφάσεις.

Ο πατέρας, που έχασε μεγάλο βάρος μετά από χειρουργική επέμβαση, θέλησε να αλλάξει τη λειτουργία του χώρου: αναμόρφωση, πιθανή πώληση, αλλά και επιχειρηματικά σχέδια για οικοδομήσεις γύρω από το οικόπεδο. Η οικογενειακή συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την κληρονομιά: «Τι θα γίνει αν περάσει σε εμάς; Θέλουμε να συνεχιστεί για 20 χρόνια ακόμη;» αναρωτιέται ο αφηγητής.

Μικρές καθημερινές στιγμές — αλήθειες που μένουν
Το κείμενο/βίντεο δεν προσφέρει εύκολες αξιολογήσεις· καταγράφει: σκηνικά γέλιου, μικρά εγκάρδια οικογενειακά στιγμιότυπα (παίζοντας στο πάτωμα, κοινό τραπέζι, παπούτσια της στολής), αλλά και σκληρές αντιπαραθέσεις μέσα στα γραφεία. Ο αφηγητής παραδέχεται ότι κάποτε ευχόταν να κλείσει το Manor — σήμερα όμως δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή χωρίς αυτό. Το μαγαζί είναι ο τόπος που τον γαλούχησε, η αφετηρία των σχέσεων και των αντιφάσεων του.

Τι μένει από αυτήν την επίσκεψη
Το Manor είναι ένα μικρό «κράτος» δίπλα στην πόλη: ένα στριπ κλαμπ, ένα ξενοδοχείο, μια επιχείρηση που ταΐζει οικογένειες, παρέχει στέγη σε ανθρώπους στα όρια και δημιουργεί καθημερινές κρίσεις. Η αφήγηση είναι γεμάτη οικειότητα και ειλικρίνεια — όχι για να εξωραΐσει ούτε για να κατακρίνει, αλλά για να δείξει πώς μια οικογενειακή επιχείρηση μπορεί να γίνει το επίκεντρο μιας ζωής, με όλες τις σκοτεινές και φωτεινές πλευρές της.

Δείτε το βίντεο για την πλήρη ιστορία. Η κάμερα κατέγραψε πρόσωπα που θέλησαν να μιλήσουν και άλλους που αρνήθηκαν· οπότε ό,τι δημοσιεύεται εδώ αντανακλά τα λόγια και τις στιγμές που έδωσαν την έγκρισή τους.

Το άρθρο συντάχθηκε με τη βοήθεια του GretAi. Το Video “Inside a Small-Town Strip Club | The Manor (Full Documentary)” αναρτήθηκε 06/11/2025 στο Youtube κανάλι VICE