Τα κόκκινα δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν ανοιχτή πληγή για την οικονομία: το ύψος τους πλησιάζει τα 87,4 δισ. ευρώ σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ στην πράξη γύρω στα 80 δισ. παραμένουν ανεπίλυτα και προς εκκαθάριση. Αντί οι εταιρείες διαχείρισης να βοηθούν στην αναδιάρθρωση και στην εξυγίανση των χρεών, συχνά καθυστερούν τις ρυθμίσεις και πιέζουν για νομοθετικές αλλαγές που διευκολύνουν τους πλειστηριασμούς.
Η πίεση αυτή απειλεί τη λειτουργία του προγράμματος εγγυήσεων «Ηρακλής», ύψους περίπου 19 δισ. ευρώ. Οι εταιρείες διαχείρισης και οι τράπεζες δεν επιτυγχάνουν τους προβλεπόμενους στόχους είσπραξης, οπότε κάθε χρόνο δίνονται παρατάσεις για να μην ενεργοποιηθούν οι κρατικές εγγυήσεις· διαφορετικά το Δημόσιο θα κληθεί να καλύψει τις υποχρεώσεις προς τους επενδυτές που αγόρασαν τα δάνεια σε πολύ χαμηλές τιμές.
Με τον φόβο της κατάπτωσης των εγγυήσεων, οι διαχειριστές ζητούν από την κυβέρνηση νομικές ρυθμίσεις που θα κάνουν τους πλειστηριασμούς πιο γρήγορους και με λιγότερα περιθώρια νομικής άμυνας για τους δανειολήπτες. Επιπλέον, ζητούν διευκολύνσεις στη διάθεση των ακινήτων που αποκτούν από αυτές τις διαδικασίες, ώστε να τα πουλούν ευκολότερα στην αγορά.
Το αφήγημα που προβάλλουν αρκετές εταιρείες διαχείρισης και τράπεζες είναι ότι πολλοί οφειλέτες αποκρύπτουν εισοδήματα και διαθέτουν «μαύρα» χρήματα, γι’ αυτό δεν επιθυμούν ρυθμίσεις. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε συχνή επιλογή πλειστηριασμών, με αποτέλεσμα να παραμένουν αρρύθμιστα τα περισσότερα δάνεια και πολλές φορές οι ίδιες οι εισπρακτικές να καταλήγουν ιδιοκτήτριες των ακινήτων — πάνω από 20.000 ακίνητα έχουν αποκτηθεί τα τελευταία χρόνια από τράπεζες και servicers μέσω πλειστηριασμών.
Οι κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή» επέτρεψαν στις τράπεζες να «καθαρίσουν» υπό όρους τους ισολογισμούς τους, να παρουσιάσουν βελτιωμένους δείκτες και να επιστρέψουν κέρδη και μερίσματα. Ωστόσο, πίσω από τις τιτλοποιήσεις και τα «πακέτα» κόκκινων δανείων βρίσκονται Εταιρείες Ειδικού Σκοπού με αδιαφανείς ιδιοκτησιακές δομές, που συχνά εδρεύουν σε φορολογικά κέντρα του εξωτερικού, δυσχεραίνοντας φορολογικούς και νομικούς ελέγχους.
Η ειρωνεία είναι ότι το πρόγραμμα ονομάστηκε «Ηρακλής», υποσχόμενο να καθαρίσει την αγορά από τα «απορρίμματα» των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά στην πράξη δημιούργησε ένα περίπλοκο σύστημα με κρατικές εγγυήσεις που επιβαρύνουν τελικά τους φορολογούμενους αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Αν οι εγγυήσεις ενεργοποιηθούν, το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει τις οφειλές προς τους επενδυτές, ενώ τράπεζες που κατέχουν τα ομόλογα από τις τιτλοποιήσεις ενδέχεται να έχουν υποχρεώσεις προς το Δημόσιο — με ορισμένες φωνές στην αγορά να προτείνουν ακόμη και μετατροπή αυτών των οφειλών σε μετοχικό κεφάλαιο.
Η αγορά των servicers και των funds, που αναπτύχθηκε από το 2018 με στόχο τη διευκόλυνση ρυθμίσεων, αναδεικνύει προβλήματα: σύμφωνα με την ΤτΕ, μόνο ένα στα τέσσερα δάνεια ρυθμίζεται. Οι πρόσφατες αλλαγές στον εξωδικαστικό μηχανισμό επιβάλλουν πλέον την αποδοχή της αυτόματης λύσης του αλγορίθμου μόνο όταν ο δανειολήπτης θεωρείται «ευάλωτος», κάτι που βελτιώνει εν μέρει τα πράγματα, αλλά δεν αρκεί.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 2024, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν συνολική αξία κόκκινων δανείων 87,4 δισ. ευρώ: τα 71,6 δισ. βρίσκονται στα χέρια funds (αγοραστές πιστώσεων) και περίπου 15 δισ. παραμένουν στις τράπεζες. Η αγορά διαχείρισης είναι συγκεντρωμένη: οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες ελέγχουν το 85,9% της αγοράς και μαζί με τις επόμενες τρεις φτάνουν στο 98,2%, γεγονός που δημιουργεί ισχυρά ολιγοπώλια.
Οι σχέσεις μεταξύ τραπεζών, servicers και funds είναι στενές, παρά τη διαφαινόμενη ανεξαρτησία τους. Οι συστημικές τράπεζες διατηρούν συμμετοχές περί το 20% σε εταιρείες διαχείρισης, ενώ την πλειοψηφία κατέχουν μεγάλοι ξένοι όμιλοι. Ενδεικτικά, η Intrum Hellas ανήκει κατά 80% στον όμιλο Intrum AB και κατά 20% στην Τράπεζα Πειραιώς· η Cepal Holdings κατά 80% σε εταιρεία διαχείρισης της Davidson Kempner και 20% στην Alpha Bank· η doValue Greece κατά 80% στον ιταλικό όμιλο doValue και 20% στη Eurobank, ενώ επενδυτές όπως η Bain Capital Credit εμπλέκονται σε δάνεια της Εθνικής Τράπεζας.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει δυσβάσταχτο, με φορείς διαχείρισης που συχνά προτιμούν τις εξώσεις και τις πωλήσεις ακινήτων αντί για βιώσιμες ρυθμίσεις, ενώ ο φορολογούμενος παραμένει εγγυητής ενός αμφιλεγόμενου συστήματος.










































